διάζωσμα

διάζωσμα
διάζωσμα, το (Α) [διαζωννύω]
1. η ζώνη
2. το διάζωμα
3. η ζωφόρος ή το γείσο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διάζωσμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζώσμασι — διάζωσμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζώσματα — διάζωσμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζώσματος — διάζωσμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”